μανδραγόρας

μανδραγόρας
μανδρᾰγόρ-ας, ου or α, ,
A mandrake (μ. ἄρρην = Mandragora officinalis, μ. θῆλυς, = M. autumnalis, Dsc.4.75), Thphr.HP9.8.8, CP6.4.5, etc.;

μανδραγόρου ῥίζα Hp.Loc.Hom.39

;

ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει X.Smp.2.24

;

μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι Pl.R.488c

;

μανδραγόραν πεπωκόσιν ἐοίκαμεν D.10.6

; ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc.Dem.Enc.36, Tim.2.
2 belladonna, Atropa Belladonna, Thphr.HP6.2.9.
II epith. of Zeus, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μανδραγόρας — μανδραγόρας, ο και μαντραγόρας, ο φυτό με κοκκινωπά άνθη υπνωτικό και ναρκωτικό, η μηλοπεπονιά, ο μηλιάκος, ο καλάνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… …   Dictionary of Greek

  • μανδραγόρας — μανδραγόρᾱς , μανδραγόρας mandrake masc acc pl (doric) μανδραγόρᾱς , μανδραγόρας mandrake masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόραι — μανδραγόρας mandrake masc nom/voc pl (doric) μανδραγόρᾱͅ , μανδραγόρας mandrake masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγορῶν — μανδραγόρας mandrake masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόραις — μανδραγόρας mandrake masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόρη — μανδραγόρας mandrake masc voc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόρης — μανδραγόρας mandrake masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόρου — μανδραγόρας mandrake masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόρῃ — μανδραγόρας mandrake masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανδραγόρα — μανδραγόρᾱ , μανδραγόρας mandrake masc nom/voc/acc dual (doric) μανδραγόρας mandrake masc voc sg (doric) μανδραγόρᾱ , μανδραγόρας mandrake masc voc sg (attic doric) μανδραγόρᾱ , μανδραγόρας mandrake masc gen sg (doric aeolic) μανδραγόρας… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”